- ανάζερβος
- η , ο 1.1) совершаемый левой рукой; 2) перен. строптивый; сварливый; 3) трудный;
τόπος ανάζερβος — труднопроходимое место;
2. (ο ) левша
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τόπος ανάζερβος — труднопроходимое место;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάζερβος — η, ο 1. αριστερόχειρας: Του έδωσε μια ανάζερβη. 2. δύσκολος, δυσκολοδιάβατος: Ο τόπος εδώ είναι ανάζερβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάζερβος — η, ο 1. ζερβός, αριστερός, ανάποδος, ανάστροφος 2. (για τόπους) δυσκολοδιάβατος, απάτητος 3. (για πρόσωπα) δύστροπος, δύσκολος, ανάποδος 4. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η ανάζερβη το χτύπημα, χαστούκι που δίνει κανείς με την έξω επιφάνεια τού χεριού … Dictionary of Greek
απόζερβος — η, ο Ι. 1. ανάζερβος, ζερβός, αριστερόχειρας 2. αδέξιος, ανεπιτήδειος 3. (για τόπο) δύσβατος («κι όλο τ απόσκια περπατεί, τ απόζερβα αγναντεύει») II. επίρρ. απόζερβα α) από τ αριστερό πλευρό β) αδέξια, δύσκολα … Dictionary of Greek